βαρυβρώς

βαρυβρώς
βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρυβρῶτ' — βαρυβρῶτα , βαρυβρώς gnawing masc/fem acc sg βαρυβρῶτι , βαρυβρώς gnawing masc/fem dat sg βαρυβρῶτε , βαρυβρώς gnawing masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”